- ιερός
- -ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ ἱερός, -ά, -όν και ἱερός, -όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, -ή, -όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β. «ιερή εικόνα»)2. (για γήινα πράγματα) αυτός που είναι αφιερωμένος στον θεό (α. «ιερός ναός» β. «ἱερὸν τὸ σῶμα τῷ θεῷ δίδωμι ἔχειν» — για όσους αφιερώνουν τον εαυτό τους στον θεό, Ευρ.)3. (κυρίως για τόπο) αυτός που τελεί υπό την προστασία τού θεού (α. «Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον», Ομ. Οδ.β. «ἱερὸς κύκλος» — κυκλικός τόπος, δικαστική έδρα η οποία τελεί υπό την προστασία τού Διός)4. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να προσβάλει ή να παραβιάσει κάποιος, απαραβίαστος, ακαταπάτητος, σεβαστός, σεπτός (α. «ιερός όρκος» β. «ἱεροὶ βασιλεῑς», Πίνδ.)5. φρ. α) ιατρ. «ιερά νόσος» — η επιληψίαβ) ανατ. «ιερό οστό» — το έσχατο από τα οστά τής σπονδυλικής στήλης, το τριγωνικό οστό που παρεμβάλλεται μεταξύ τών δύο λαγόνιων οστών και κλείνει από το πίσω μέρος την πυελική κοιλότηταγ) «ιερός πόλεμος» — πόλεμος κατά τών απίστων, σταυροφορίαδ) «ιερός λόχος» — στρατιωτικό σώμα 300 επίλεκτων Θηβαίων νέων που συγκροτήθηκε τον 4ο π. Χ. αιώνα και τού οποίου οι άνδρες πολεμούσαν προσφέροντας τον εαυτό τους στην υπηρεσία τής πατρίδας τους και τών θεών τουςνεοελλ.1. αυτός που γίνεται προς χάριν τού θεού και τής πίστεως2. σύμφωνος με τη θέληση τού θεού, θεάρεστος («ιερή πράξη»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιεράτο σχολικό μάθημα τών θρησκευτικών4. φρ. α) «ιερά άγκυρα» — άγκυρα που ποντίζεται σε έσχατη ανάγκηβ) ανατ. i) «ιερά αρτηρία» — ονομασία τριών αρτηριών τής ουραίας αορτής, μια υποτυπώδης συνέχεια τής αορτής στο ιερό οστόii) «ιερά λεμφογάγγλια» — τα πέντε ή έξι λεμφογάγγλια που βρίσκονται μπροστά στο ιερό οστόiii) «ιερά νεύρα» — τα νωτιαία νεύρα που βγαίνουν από τον νωτιαίο σωλήνα διά μέσου τών ιερών τρημάτωνiv) «ιερό πλέγμα» — νευρικό πλέγμα που αποτελείται από το οσφυϊκό στέλεχοςγ) «ιερά ιστορία» — η συστηματική έρευνα και έκθεση τών διαφόρων ιστορικών και θείων γεγονότων τής Αγίας Γραφής, που διδάσκεται στα σχολεία ως ιδιαίτερο μάθημαδ) «Ιερά Συμμαχία» — συμμαχία τών ηγεμόνων τής Ευρώπης που ιδρύθηκε μετά την πτώση τού Ναπολέοντος και η οποία διακήρυξε ότι είχε σκοπό τη διακυβέρνηση τής Ευρώπης σύμφωνα με τη θεία διδασκαλία τού Χριστού, ενώ στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην κατάπνιξη τών επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων τής Ευρώπηςε) «Ιερά Σύνοδος» — συντομευμένος τίτλος τής Διοικήσεως τής Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίαςστ) «ιερός λόχος»i) το στρατιωτικό σώμα που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη τής Μολδοβλαχίας κατά την έναρξη τής Ελληνικής Επανάστασης και καταστράφηκε σχεδόν εντελώς στο Δραγατσάνι στις 8 Ιουνίου 1821ii) στρατιωτικό σώμα 300 περίπου ανδρών που σχηματίστηκε στη Θήβα με την έκρηξη τού Ρωσοτουρκικού πολέμου (1876-1877) από νεαρούς φοιτητές, επιστήμονες και στρατιωτικούς, για να συμμετάσχει στην εξέγερση τού υπόδουλου ελληνισμού στη Θεσσαλίαiii) στρατιωτικός σχηματισμός που συγκροτήθηκε από την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση τού Καΐρου από επίλεκτους αξιωματικούς κυρίως, ο οποίος έδρασε από 1941-1944 στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο(νεοελλ.-μσν.)1. το ουδ. ως ουσ. το ιερό(ν)το ενδότερο μέρος τού ορθόδοξου ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, το Άγιο Βήμα2. φρ. «Ιερά Εξέταση»α) ειδικό δικαστήριο από κληρικούς τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αρμόδιο για την αναζήτηση και τον σκληρό κολασμό τών κατά το καθολικό δόγμα αιρετικών, τών ετεροδόξων και αλλοθρήσκωνβ) (μτφ. και συνεκδ.) δικαστική ή αστυνομική ανάκριση και δίωξη που διενεργείται με απάνθρωπα μέσαμσν.1. εκλεκτός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱεράείδος βοτανιού3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερά α) ιερά άμφιαβ) ιερά σκεύη τής λατρείαςγ) μοναστηριακά κτίσματαμσν.-αρχ.φρ. «ἱερὰ νόσος» — η λέπρααρχ.1. αυτός που έχει θεία, υπερφυσική δύναμη («ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο», Ομ. Οδ.)2. θείος, έξοχος, λαμπρός3. αυτός που κατάγεται από τον θεό («ἱερὸν γένος», Ησίοδ.)4. (για τον Αύγουστο και τους Ρωμαίους δημάρχους) απαραβίαστος, sacrosanctus («ἱερὸς καὶ ἄσυλος», Πλούτ.)5. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἱερόςμήνας τών Δηλίων6. (το αρσ. και το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ιεροί και αἱ ιεραίμέλη ενός θρησκευτικού σωματείου7. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱεράα) (ενν. νίκη)ισόπαλος αγώναςβ) ονομασία φιδιού8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερόνα) τόπος αφιερωμένος σε θεότητα, τέμενοςβ) ναός, ιερός τόποςγ) το σύνολο τών ιερών οικοδομώνδ) ο ναός τών Ιουδαίων9. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱεράα) προσφορές για θυσία, σφάγια, θυσίεςβ) τα εντόσθια τού θύματος, με την εξέταση τών οποίων μάντευανγ) θρησκευτικές τελετέςδ) άγια μυστήριαε) ονομασία διαφόρων φαρμάκων10. φρ. α) «ἔστι μὲν οὑδὲν ἱερὸν» — είναι ανάξιο λόγουβ) «ἱερὴ δόσις» — δώρο τού θεούγ) «ἱερὸς δόμος» — ο ναός τής θεάς Αθηνάςδ) «ἱερὰ σώματα» — οι ιερόδουλοιε) «ἱερὸς λόγος» — ο μύθοςστ) «ἱερὸς νόμος» — ο νόμος για τις θυσίεςζ) «ἱερὸς ἄνθρωπος» — ο άνθρωπος που έχει μυηθεί στα μυστήριαη) «ἱρὸν τῆς δίκης» — η ιερή αρχή τού δικαίουθ) «ἱερὸς ἰχθύς» — είδος ψαριού, ο αυλωπίας ή ανθίαςι) «ἱερὸς βόλος» — ονομασία ενός ριψίματος τών πεσσώνια) «λέγεται συμβουλὴ ἱερὸν χρῆμα εἶναι» — για το ιερό καθήκον τών συμβούλωνιβ) «ἱερὰ σῡριγξ» — σπονδυλικό τρήμαιγ) «ἱερὰ ὁδός»i) η οδός που οδηγούσε στους Δελφούςii) η οδός από την Αθήνα στην Ελευσίναiii) η οδός από την Ήλιδα στην Ολυμπίαιστ) «ἱερὰ τριήρης» ή απλώς «ἱερά» — η τριήρης που έστελναν οι Αθηναίοι στη Δήλο, η Σαλαμινία ή η Πάραλοςιζ) γεωγρ. i) «ἱερὰ ἄκρα» — ακρωτήριο στη Λυκίαii) «ἱερὸν ἀκρωτήριον» — το ακρωτήριο τού Αγίου Βικεντίου στην Ισπανίαiii) «ἱερὰ νῆσος» — μία από τις Λιπάρες νήσουςiv) «ἱερὸν ὄρος» — όρος τής Θρακικής χερσονήσουιη) «ἱερὰ γράμματα» — τα ιερογλυφικάιθ) «ἱερὸς ἄνθρωπος» — ο μυημένος στα μυστήρια11. παροιμ. «ἱερὰ ἄγκυρα» — η έσχατη ελπίδα κάποιου.επίρρ...ιερώς και ιερά (ΑΜ ἱερῶς)με ιερό τρόπο, με άγιο τρόποαρχ.μεγάλως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η ποικιλία τόσο στη σημασία όσο και στη μορφή τού τ. ιερός συνετέλεσε στη διάκριση τριών διαφορετικών λέξεων. Αρχικά υπετέθη τ. Fῑερός με σημ. «ζωντανός, γρήγορος, ενεργητικός» — πρβλ. τις φρ. ἱερὸν ἰχθύν (Ομ. Ιλ. Π 407), ἱαρὸς ὄρνις (Αλκμ.), που συνδέεται με τα ἵεμαι*, ἱέραξ*. Με τη σημ. «ισχυρός, δυνατός» (πρβλ. ἱερή (F)ίς, ιερόν μένος), αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. isira- «ισχυρός. Με την κύρια σημασία της η λ. συνδέεται με ιταλ. και γερμ. τύπουςπρβλ. οσκ. aisusis «ἱεροῑς», ουμβρ. erus «θεοίς» κ.ά. Υποστηρίχθηκε, εξάλλου, ότι ο αρχ. τύπος απ' όπου προήλθε η λ. ιερός σχηματίστηκε από συμφυρμό τού αρχ. ινδ. isira- «ισχυρός» και ενός τ. από το προελλην. υπόστρωμα *aisaros, *eiseros «θεϊκός», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση αρχικά υπήρχε τ. αντίστοιχος τού αρχ. ινδ. isira- και η φρ. ιερόν μένος αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. isirena mānasā. Όλες όμως αυτές καθώς και άλλες προσπάθειες ετυμολογήσεως τής λ. δεν έχουν ισχυρή βάση. Ο δωρ. τ. ἱαρός (< *ισαρός < *isrόs) με -α- αντί -ε-, πρβλ. μαρός: μιερός, ενώ ο ιων. τ. Fρός και αιολ. ἶρος < *isros, με αναβιβασμό τού τόνου και ψίλωση στον αιολ. τ. Από πλευράς σημασίας η λ. ἱερός είναι συνώνυμη τών άγιος*, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη χριστιανική ορολογία (όπως το λατ. sanctus), αγνός*, όσιος*. Ιδιαίτερα σε σχέση με το όσιος διαφοροποιήθηκε το ιερός, γιατί το πρώτο δηλώνει το εγκεκριμένο και επιτρεπόμενο στους ανθρώπους από τον θείο και τον φυσικό νόμο. Δηλ. το όσιος ορίζει τη θέση τού ανθρώπου σε σχέση με τους θεούς και απαντά κυρίως σε δύο ζεύγη λέξεων: όσιος και δίκαιος, όσιος και ιερός. Όσια και δίκαια είναι αυτά που έχουν καθιερωθεί ως κανόνας στην ανθρώπινη συμπεριφορά από τους θεούς (όσια) και από τους ανθρώπους (δίκαια). Σε αντιπαράθεση όμως με το ιερός που σημαίνει «αυτός που καθιερώθηκε από τους θεούς» εμφανίζεται το όσιος ως αντίθετο του μεν με τη σημ. «αυτός που έχει επιτραπεί στον άνθρωπο, άρα μη θεϊκός, κοσμικός, έξω από τον ιερό κύκλο, ανίερος» (πρβλ. ιερά και όσια, ιερά χρήματα - όσια χρήματα), ως συνώνυμό του δε με τη σημ. «ευσεβής, αφιερωμένος στον θεό, άγιος».ΠΑΡ. ιερατεύω, ιερατικός, ιερέας(-εύς), ιερότητα(-της), ιερωσύνηαρχ.ιεράζω, ιερίζω, ιεριτεύω, ιερίτις, ιερόλας, ιερώσυνα, ιερώσυνος.ΣΥΝΘ. Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ιερό-. (Β' συνθετικό) ανίερος, πανίεροςαρχ.ευΐερος, εφίερος, συνίερος, τελεσίερος].
Dictionary of Greek. 2013.